του Μιχάλη Αγγελόπουλου*

Η ιστορία του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στα ελληνικά νησιά είναι μακρά, αλλά και τραυματική. Αν και τα νησιά μας αποτελούν τη ζωντανή έκφραση της ευρωπαϊκής νησιωτικότητας και του αρχιπελαγικού πολιτισμού, εξακολουθούν να υφίστανται πολιτικές που δεν αναγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες τους.

Η ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι σαφής. Το Άρθρο 349 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνει στα κράτη-μέλη το δικαίωμα να εφαρμόζουν ειδικά φορολογικά καθεστώτα σε περιοχές με διαρθρωτικά μειονεκτήματα, όπως είναι οι νησιωτικές. Κι όμως, στην Ελλάδα συχνά δεν αξιολογούμε ή παραβλέπουμε αυτή τη δυνατότητα, επιβάλλοντας στους νησιώτες δυσανάλογες επιβαρύνσεις, που θίγουν ευθέως τον υγιή ανταγωνισμό και παράγουν πολίτες δύο ταχυτήτων.

Αξίζει να υπογραμμιστεί δε, η απόφαση του Επιτρόπου Όλι Ρεν (17 Μαρτίου 2013) που έδινε το δικαίωμα στα ελληνικά νησιά (συγκεκριμένη αναφορά) να έχουν κατά 30% μειωμένους συντελεστές Φ.Π.Α.

Το δικαίωμα αυτό (όχι προνόμιο) απωλέσθηκε κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου, όποτε και η διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ σε πέντε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου θεσμοθετήθηκε με ρητή σύνδεση προς το μεταναστευτικό. Συγκεκριμένα, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 31.12.2018 (ΦΕΚ Α’ 256), στο άρθρο 2, προέβλεπε τη δυνατότητα μείωσης των συντελεστών ΦΠΑ κατά 30% επί ένα εξάμηνο για τη Λέρο, τη Λέσβο, την Κω, τη Σάμο και τη Χίο, υπό την προϋπόθεση ότι ο μέσος αριθμός φιλοξενούμενων στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) του εκάστοτε νησιού, κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο, υπερέβαινε τη δυναμικότητα του εκάστοτε ΚΥΤ, όπως αυτή οριζόταν στην πράξη σύστασής του. Η σύνδεση αυτή με τις μεταναστευτικές ροές, αν και σε πρώτη φάση λειτούργησε ως μέτρο στήριξης, εντούτοις απέκλειε άλλα νησιά με αντίστοιχες ανάγκες, εντείνοντας τελικά τις ανισότητες, μετατρέποντας με τρόπο απαράδεκτο ένα ανθρωπιστικό δικαίωμα σε φορολογικό μέτρο

Η κυβέρνηση (Ν.Δημοκρατία), τον Μάρτιο του 2022, προχώρησε στην αποσύνδεση του μέτρου από το μεταναστευτικό, αναγνωρίζοντας την ανάγκη εφαρμογής του μειωμένου ΦΠΑ με σταθερά, γεωγραφικά και αναπτυξιακά κριτήρια, ανεξάρτητα από εξωγενείς παράγοντες πετυχαίνοντας, στο τότε Συμβούλιο Υπουργών στις Βρυξέλλες, την κατοχύρωση σε μόνιμη βάση (για τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου) της  δυνατότητα της Ελλάδας για εφαρμογή ειδικών (των έως τότε προσωρινών) συντελεστών ΦΠΑ, εφόσον οι δημοσιονομικές συνθήκες κριθεί ότι το επιτρέπουν. 

 

Νησιωτικότητα και φορολογική δικαιοσύνη στην Ε.Ε.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αριθμεί 362 νησιά με περισσότερους από 50 κατοίκους το καθένα, στα οποία ζουν συνολικά πάνω από 17 εκατομμύρια πολίτες. Οι συνθήκες ζωής τους είναι αντικειμενικά πιο δύσκολες, με αυξημένα κόστη διαβίωσης, προσβασιμότητας και μεταφορών.

Σε χώρες με αντίστοιχες νησιωτικές πραγματικότητες, η πολιτική αντανακλά αυτή την ιδιαιτερότητα. Στην Κορσική, ο ΦΠΑ στα βασικά είδηδιαμορφώνεται στο 0,9% ή 2,1%, ενώ ο τουριστικός τομέας φορολογείται με μόλις 10%. Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το καθεστώς των Καναρίων Νήσων:

  • 0% ΦΠΑ σε φάρμακα, βιβλία, σχολικά είδη και βασικά τρόφιμα
  • 3% σε ιατρικές υπηρεσίες και επιλεγμένα αγαθά
  • 9,5% σε προϊόντα πολυτελείας
  • 13,5% στα καπνικά

Και όλα αυτά, όχι απλώς με την ανοχή αλλά με την επίσημη έγκριση της τότε ΕΟΚ.

Η ελληνική υποχώρηση: Μια περίπτωση αυτοακύρωσης

Αντί να ακολουθήσουμε την ίδια κατεύθυνση, η χώρα μας υπαναχώρησε. Ο μειωμένος ΦΠΑ, με έκπτωση 30%, που ίσχυε από το 1993 στα νησιά του Αιγαίου, καταργήθηκε σταδιακά από το 2015 και μετά, ως αποτέλεσμα των μνημονιακών πιέσεων. Μόνο πέντε νησιά –Κως, Λέρος, Σάμος, Χίος, Λέσβος– διατήρησαν το καθεστώς προσωρινά, λόγω της μεταναστευτικής κρίσης.

Η δυσκολία εντείνεται από τον υψηλό ΦΠΑ στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια: 13% για επιβάτες, 24% για οχήματα. Συγκριτικά, στη Σουηδία είναι 6%, στην Ιταλία 5%, ενώ στη Μάλτα και τη Δανία ο ΦΠΑ είναι μηδενικός. Αυτό συνιστά πλήγμα όχι μόνο για τους κατοίκους αλλά και για την τουριστική ανταγωνιστικότητα των νησιών.

Η Οδηγία 2022/542: Παράθυρο δράσης, όχι αναβολής

Η Οδηγία 2022/542 της Ε.Ε. ανοίγει ένα νέο παράθυρο. Δίνει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να εφαρμόσει μειωμένους συντελεστές έως και 30% για τις Περιφέρειες Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου, Κυκλάδων, καθώς και για νησιά όπως η Θάσος, οι Βόρειες Σποράδες, η Σαμοθράκη και η Σκύρος. Η πρόβλεψη αυτή δεν πρέπει να παραμείνει ανεκμετάλλευτη.

Η επιβολή ισότιμων φορολογικών όρων δεν είναι παραχώρηση. Είναι πράξη διοικητικής λογικής, οικονομικής εξισορρόπησης και δημοκρατικής δικαιοσύνης. Αναγνωρίζει τον κομβικό ρόλο των νησιών μας στην πολιτισμική, γεωπολιτική και τουριστική ταυτότητα της Ελλάδας και της Ευρώπης. Ο μειωμένος ΦΠΑ δεν είναι πολυτέλεια. Είναι αναγκαιότητα.

Η νησιωτικότητα ως εθνικό κεφάλαιο και ευρωπαϊκή προτεραιότητα

Η Ευρώπη δεν είναι μόνο χερσαία δύναμη. Είναι μια θαλάσσια και νησιωτική δύναμη. Τα νησιά μας δεν είναι απλώς τουριστικός προορισμός. Είναι εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., στρατηγικά «φυλάκια», και πρέπει να αντιμετωπίζονται με την ανάλογη πολιτική μέριμνα. Είμαστε –και πρέπει να παραμείνουμε– η ναυαρχίδα της νησιωτικής Ευρώπης. Η Ελλάδα πρέπει να πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση μιας νέας "Ευρωπαϊκής Νησιωτικής Αρχιτεκτονικής", με θεσμική αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων, δίκαιη φορολογία και στοχευμένες αναπτυξιακές πολιτικές.

Αυτό δεν είναι αίτημα. Είναι ευθύνη.

*του Μιχάλη Αγγελόπουλου, Προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΙΤΑ)