Στην πιο δύσκολη φάση εισέρχεται η προσπάθεια κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό, που εξακολουθεί να κινείται σημαντικά υψηλότερα από τον στόχο του 2% που έχουν θέσει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η ΕΚΤ. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τον Economist, το κύμα ακρίβειας συνεχίζουν να τροφοδοτούν οι μισθολογικές αυξήσεις.

Όπως εξηγεί το βρετανικό έντυπο, το διάστημα αμέσως μετά την πανδημία οι επιχειρήσεις αναζητούσαν πολύ περισσότερους εργαζόμενους από όσους μπορούσαν να βρουν, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί μια πρωτοφανής αύξηση των κενών θέσεων εργασίας. Έχοντας πολλές διαθέσιμες επιλογές, οι εργαζόμενοι διεκδίκησαν και σε πολλές περιπτώσεις κέρδισαν μεγάλες αυξήσεις μισθών.

Στις ανεπτυγμένες χώρες ο ρυθμός αύξησης των μισθών κινήθηκε κοντά στο 5%, αυξάνοντας το κόστος των επιχειρήσεων και ενθαρρύνοντάς τες με τη σειρά τους να αυξήσουν τις τιμές που χρεώνουν στους καταναλωτές.

Κατά τον Economist, ο στόχος για πληθωρισμό στο 2% μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται κατά 3% ετησίως ή λιγότερο.

Μειώθηκαν οι νέες θέσεις εργασίας

Όπως περιγράφει το βρετανικό περιοδικό, οι κεντρικοί τραπεζίτες ήλπιζαν ότι με την αύξηση των επιτοκίων θα προκαλούσαν πτώση της ζήτησης για εργασία -ιδανικά μειώνοντας τον πληθωρισμό των μισθών χωρίς να απειλούν την εξασφάλιση των αναγκαίων προς το ζην.

Το πρώτο μέρος του σχεδίου λειτούργησε. Η ζήτηση για εργασία (δηλαδή, οι καλυμμένες θέσεις εργασίας συν τις κενές θέσεις εργασίας) είναι τώρα μόνο 0,4% υψηλότερη από την προσφορά εργαζομένων στον πλούσιο κόσμο, από το ανώτατο επίπεδο του 1,6%. Οι διαδικτυακές αναζητήσεις για «έλλειψη εργατικού δυναμικού» έχουν μειωθεί κατά το ένα τρίτο. Και οι αγγελίες «ζητείται υπάλληλος» είναι πλέον λιγότερες.

Στόχος, χαμηλότερες αυξήσεις μισθών

Ωστόσο οι επιπτώσεις της χαμηλότερης ζήτησης εργασίας δεν έχει θίξει τις προοπτικές απασχόλησης των εργαζομένων. Το ποσοστό ανεργίας σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες παραμένει κάτω από 5%.

Στόχος όμως των κεντρικών τραπεζών παραμένει η μείωση αυτού που χαρακτηρίζουν «πληθωρισμό των μισθών». «Οι πολύ πρώιμες ενδείξεις για τον Ιανουάριο δείχνουν ότι οι διαπραγματευόμενες μισθολογικές συμφωνίες επιβραδύνονται μόνο σε μέτριο βαθμό», ανέφεραν οι αναλυτές της τράπεζας JPMorgan Chase την προηγούμενη εβδομάδα.

Οι μισθοί στην ευρωζώνη αυξάνονται με παρόμοιο ρυθμό. Στην Ισπανία οι εργαζόμενοι χρησιμοποίησαν την πρόσθετη διαπραγματευτική τους δύναμη για να αλλάξουν τις συμβάσεις τους, έτσι ώστε το ποσοστό των εργαζομένων των οποίων οι αμοιβές αναπροσαρμόζονται με βάση τον πληθωρισμό να έχει αυξηθεί από 16% το 2014-21 σε 45% πέρυσι.

Οι δύο οπτικές

Κατά την οπτική του Economist, οι πιο γενναιόδωρες μισθολογικές συμφωνίες σήμερα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υψηλότερο πληθωρισμό αύριο, κάτι που θα απαιτούσε ακόμη πιο γενναιόδωρες μισθολογικές συμφωνίες. Σε όλο τον πλούσιο κόσμο οι απεργίες έχουν γίνει πολύ πιο συχνές, καθώς οι εργαζόμενοι επιδιώκουν υψηλότερους μισθούς.

Πέρυσι η Αμερική έχασε σχεδόν 17 εκατ. εργάσιμες ημέρες λόγω στάσεων εργασίας, περισσότερες από ό,τι τα προηγούμενα δέκα χρόνια μαζί. Η Βρετανία είδε επίσης μια έξαρση των απεργιακών κινητοποιήσεων.

Υπάρχει, ωστόσο, μια πιο αισιόδοξη ερμηνεία αυτών των εξελίξεων. Ακριβώς όπως το 2021-22, όταν οι μισθοί χρειάστηκαν λίγο χρόνο για να επιταχυνθούν μετά την αύξηση της ζήτησης εργασίας, έτσι και σήμερα μπορεί να χρειαστούν χρόνο για να χάσουν ταχύτητα. Εξάλλου, οι εταιρείες και οι εργαζόμενοι επαναδιαπραγματεύονται τους μισθούς συνήθως σε ετήσια βάση, πράγμα που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι μπορεί να συνειδητοποιήσουν μόνο αργά ότι έχουν λιγότερη διαπραγματευτική δύναμη από ό,τι πριν.

Οι εκτιμήσεις για την Αμερική που δημοσίευσε η Goldman Sachs δείχνουν ότι μπορεί να χρειαστεί ένας χρόνος περίπου έως ότου η χαμηλότερη ζήτηση εργασίας μεταφραστεί σε χαμηλότερη αύξηση των μισθών.

Πηγή: ΟΤ